- κραυγαστικόν
- κραυγαστικόςvociferousmasc acc sgκραυγαστικόςvociferousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραυγαστικός — κραυγαστικός, ή, όν (Α) [κραυγάζω] 1. αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κραυγαστικόν η ιδιότητα εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, τού φωνακλά … Dictionary of Greek